κατωσάγονο

κατωσάγονο
το нижняя челюсть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κατωσάγονο" в других словарях:

  • κατωσάγονο — το το κάτω σαγόνι: Χτύπησε στο κατωσάγονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατωσάγονο — το (Μ κατωσάγονον και κατασάγονον και κατωσάγουνον) η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + σάγονο (< σαγόνι), πρβλ. απανω σάγονο, διπλο σάγονο] …   Dictionary of Greek

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • κατακλείδι — το 1. η άρθρωση τού οστού τής κάτω σιαγόνας 2. η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος, το κατωσάγονο 3. κάθε άρθρωση τού σώματος, κλείδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλείδα (κατακλείς) με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κατωμασέλα — η το κατωσάγονο …   Dictionary of Greek

  • κατωσαγούνα — και κατασαγούνα, ἡ (Μ) το κατωσάγονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + σαγούνα «σαγόνι»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»